μπαστουνόβλαχος

μπαστουνόβλαχος
ο
1. βοσκός
2. (κατ' επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ' επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλάχος — ο 1. ορεσίβιος, νομάς ποιμένας: Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει. 2. άξεστος, απολίτιστος, χωριάτης χωρίς τρόπους, μπαστουνόβλαχος: Είναι εντελώς βλάχος στους τρόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”